ἄδοξος
English (LSJ)
ον,
A without δόξα, inglorious, πόλεμος D.5.5; disreputable, τέχνη X.Smp.4.56. 2 obscure, ignoble, πόλεις Isoc.12.253; ἀνώνυμοι καὶ ἄ. D.8.66, cf. Arist.Rh.1384b31; of eunuchs, despised, X.Cyr.7.5.61. Adv. -ξως Plu.Thes.35. II = παράδοξος, unexpected, S.Fr.71; improbable, opp. ἔνδοξος, Arist.Top. 159a39, etc.; τὰ-ότατα λέγειν ib.159a19.
German (Pape)
[Seite 37] 1) ohne δόξα, unberühmt, Isocr. 9, 66 steht ὀνομαστοί entgegen; πρόφασις οὐκ ἄδ., ein ehrenwerther Vorwand, Plut. Pomp. 70, u. öfter. – 2) unvermuthet, Soph. frg. bei B. A. 344. – Adv., schimpflich, Plut. Ages. 24 'Thes. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδοξος: -ον, ὁ ἄνευ δόξης, ἀφανής, ἄσημος· ― πόλεμοι, Δημ. 58. 6: = ἄτιμος, τέχνη, Ξεν. Συμπ. 4. 56. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀφανής, ἄσημος, Ἰσοκρ. 286Α., ἀνώνυμοι καὶ ἄδ., Δημ. 106. 7, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 24· ἐπὶ εὐνούχων, καταπεφρονημένος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 61. ― Ἐπίρρ. -ξως, Πλουτ. Θησ. 35. ΙΙ. = παράδοξος, ἀπροσδόκητος, Σοφ. Ἀποσπ. 71,. ἀπίθανος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἔνδοξος, Ἀριστ. Τοπ. 8. 6, 1, κτλ.· τὰ ἀδοξότατα λέγειν, αὐτόθι 9. 4.