ἀπίθανος

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπῐ́θᾰνος Medium diacritics: ἀπίθανος Low diacritics: απίθανος Capitals: ΑΠΙΘΑΝΟΣ
Transliteration A: apíthanos Transliteration B: apithanos Transliteration C: apithanos Beta Code: a)pi/qanos

English (LSJ)

[ῐ], ον,
A incredible, unlikely, Pl.Lg.663e, Arist.Po.1461b12; φαντασίαι Stoic.2.25: Comp. ἔτι ἀπιθανώτερον εἰ . . Str.1.2.22.
2 of persons, not to be trusted or not to be relied on, πρός τι in a matter, Aeschin. 2.3.
b unpersuaded, unconvinced, ἀπίθανος ἂν εἴη Pl.Prm.133c.
II not having confidence to do a thing, c. inf., Plu.Nic.3.
III not persuasive, unconvincing, λόγος Pl.Phdr.265b, cf. Arist.Rh.1406b14, 1408b22; ὁρίζειν τὸν ἀριθμὸν ἀπίθανον Ael.Tact.8.1; ἀ. λέγειν, of persons, Plu.2.812e, cf. 819c; ἀπίθανος ζωγράφος Luc.Ind.22; ἀ. ἐν τῇ ὑποκρίσει Id.Pseudol.16. Adv. ἀπιθάνως = not persuasively, coarsely, rudely, Isoc.5.26, D.H.Lys.17, Epicur.Ep.2p.35U., etc.

Spanish (DGE)

(ἀπίθᾰνος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1que no confía en, que desconfía de c. inf. τῇ Κλέωνος εὐχερείᾳ ... ἀντιπαρεξάγειν ἀπίθανος ὤν Plu.Nic.3.
2 poco de fiar, no fiable de Demóstenes ἀπίθανος ὢν πρὸς τὴν ὑποψίαν ταύτην Aeschin.2.3, ἀ. πρὸς ὁμιλίαν Plu.2.819c.
II no persuasivo, no convincente de pers., c. inf. ἀπίθανος ... εἴμ' ἀεὶ ἐν τῷ λαλεῖν Men.Dysc.145, λέγειν Plu.2.812e
sin inf. ζωγράφος Luc.Ind.22, ἀ. ἐν τῇ ὑποκρίσει Luc.Pseudol.6
de abstr. λόγος Pl.Phdr.265b, ψεῦδος Plb.2.58.12, μῦθος Plb.12.24.5, κάλλος Plu.2.685e, ὑπόκρισις POxy.1086.2.65, πρᾶγμα Phld.Po.C 4.23 ὁρίζειν ... τὸν ἀριθμὸν τοῦ στρατεύματος ἀπίθανον Ael.Tact.8.1
de ahí tb. inverosímil, absurdo μυθολόγημα Pl.Lg.663e, φαντασίαι Chrysipp.Stoic.2.25.6, συρφετολογίαι Didym.Trin.1.18, cf. Arist.Po.1461b12, Plb.30.4.11
subst. τὸ ... ἀπίθανον αὐτῶν ὁρᾶτε Diog.Oen.35.2.14.
III adv. ἀπιθάνως = no persuasivamente, con rudeza Isoc.5.26, D.H.Lys.17, Epicur.Ep.[3] 84, Plu.2.31e.

German (Pape)

[Seite 291] 1) nicht überzeugend, nicht leicht Glauben findend, λόγος Plat. Phaedr. 265 b; πρὸς τὴν ὑποψίαν Aesch. 2, 3; δικαιολογία Pol. 30, 4; unglaublich, μυθολόγημα Plat. Legg. II, 663 a; ἀπιθάνως ἀναγιγνώσκειν Isocr. 5, 26; ἀπίθανόν τι, etwas ungehöriges, Pol. 30, 17; Luc.; Plut. ἀπ. καὶ λόγον οὐκ ἔχων. – 2) nicht leicht glaubend, Plat. Parm. 133 b, Schol. δύσκολος καὶ μὴ ῥᾳδίως πειθόμενος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non persuasif;
2 incroyable, invraisemblable.
Étymologie: , πιθανός.

Russian (Dvoretsky)

ἀπίθᾰνος:
1 невероятный, неправдоподобный, неубедительный, Plat., Arst., Polyb., Plut.;
2 неопровергнутый: ἀ. ἂν εἴη ὁ ἀναγκάζων … Plat. было бы невозможно убедить того, кто стал бы утверждать …;
3 неспособный, не умеющий (ποιεῖν τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπίθᾰνος: -ον, ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ πιθανός, ὡς καὶ νῦν, τὸ μυθολόγημα οὕτως ἀπίθανον ὄν Πλάτ. Νόμ. 663Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 27. 2) ἐπὶ προσπώπων, ὃν δὲν δύναταί τις να πιστεύσῃ ἢ ἐμπίστευθῇ, πρός τι, ἔν τινι πράγματι, Αἰσχίν. 28. 12. β. ὁ μὴ πεισθείς, μὴ καταπεισθείς, ἀπ. ἂν εἴη Πλάτ. Παρμ. 133Β. ΙΙ. ὁ μὴ ἔχων πεποίθησιν εἰς τὸ νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρεμφάτου, Πλούτ. Νικ. 3. ΙΙΙ. ὁ μὴ πείθων, μὴ πειστικός, λόγος, Πλάτ. Φαῖδρ. 265Β· πρβλ. Ἀριστ. Ῥητ. 3. 3. 4., 8. 1· ἀπ. λέγειν, ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 812Ε, πρβλ. 819C· ἀπ. Ζωγράφος Λουκ. πρὸς ἀπαίδ. 22: - Ἐπίρρ. ἀπιθάνως, οὐχὶ πειστικῶς, τραγέως, ἀγροίκως, Ἰσοκρ. 87C· καὶ συχνάκις παρὰ μεταγεν.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπίθανος, -ον)
(για πράγματα) ο μη πιθανός, μη ευλογοφανής, απίστευτος
νεοελλ.
(για πρόσωπα μτφ.) εξαίρετος, θαυμάσιος
αρχ.
(για πρόσωπα)
1. αυτός που δεν γίνεται εύκολα πιστευτός
2. αυτός που δεν πείθει τους άλλους.

Greek Monotonic

ἀπίθᾰνος: [ῐ], -ον, λέγεται για πράγματα·
I. 1. αυτός που δεν κερδίζει την εμπιστοσύνη, απίστευτος, αυτός που δεν έχει πιθανότητες με το μέρος του, σε Πλάτ.· λέγεται για επιχειρήματα, αυτός που δεν μπορεί να πείσει, που δεν διαθέτει πειθώ, στον ίδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, αναξιόπιστος, αυτός τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να πιστέψει ή να εμπιστευθεί, σε Αισχίν.
II. αυτός που δεν έχει (αυτο)πεποίθηση να κάνει κάτι, με απαρ., σε Πλούτ.

Middle Liddell

I. not winning belief, incredible, unlikely, improbable, Plat.:—of arguments, not persuasive, unconvincing, Plat.
2. of persons, not to be trusted, Aeschin.
II. not having confidence to do a thing, c. inf., Plut.

Translations

untrustworthy

Bulgarian: ненадежден; Czech: nedůvěryhodný; Dutch: onbetrouwbaar; Esperanto: malfidinda; Galician: falso; German: unzuverlässig; Greek: αναξιόπιστος; Ancient Greek: ἀναξιόπιστος, ἀπίθανος, ἄπιστος, δολερός, δολόεις, δολῶπις, παλίμβολος; Hungarian: megbízhatatlan; Latin: infidus, levifidus; Macedonian: недоверлив, неверодостоен; Maori: ngutu tere; Romanian: îndoielnic, nesigur; Russian: ненадёжный, не заслуживающий доверия; Swedish: opålitlig; Telugu: అవిశ్వసనీయము, నమ్మదగని; Tocharian B: empakwatte