ἐνδιάω

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδῐάω Medium diacritics: ἐνδιάω Low diacritics: ενδιάω Capitals: ΕΝΔΙΑΩ
Transliteration A: endiáō Transliteration B: endiaō Transliteration C: endiao Beta Code: e)ndia/w

English (LSJ)

(ἔνδιος)

   A stay in the open air: generally, linger in or haunt a place, c. dat., βάτοις AP5.291.6 (Agath.); ἔνθα δ' ἀνὴρ . . ἐνδιάασκε Theoc.22.44: also c. acc., πάγους καὶ πρῶνας Opp.C.3.315: abs., περὶ σπήλυγγας ib.4.81: metaph., [ὄμμασιν] ἐλπὶς ἐνδιάει AP5.269.10 (Paul. Sil.); ἐ. εἰς κενεὰς εἰκόνας ib.4.4.10 (Agath.):—abs. in Med., ἀκτῖνες ἐνδιάονται are bright as day (of the moon), h.Hom.32.6; but ἐνδιῶνται· μεσημβριάζουσι, Hsch.    II trans., ποιμένες μῆλα ἐνδιάασκον shepherds drove their sheep afield, Theoc.16.38 (s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 834] (ἔνδιος), unter freiem Himmel, übh. an einem Orte verweilen, darin wohnen; ὀλολυγὼν – ἐνδιάουσα βάτοις Agath. 25 (V, 292); vgl. 58 (IV, 4); ἐνδιάασκε Theocr. 22, 44; übertr., ἐλπὶς ἐνδιάει ὄμμασι Paul. Sil. 17 (V, 270). Auch im med., Hom. h. 32, 9. – Trans., ποιμένες μᾶλα ἐνδιάασκον, ließen die Schaafe unter freiem Himmel weiden, Theocr. 16, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδῐάω: (ἔνδιος) διαμένω ἐν ὑπαίθρῳ· καθόλου, θαμίζω, συχνάζω εἴς τι μέρος, μετὰ δοτ., τρηχαλέαις ἐνδιάουσα βάτοις Ἀνθ. Π. 5. 292· ἔνθα δ’ ἀνὴρ ὑπέροπλος ἐνήμερος ἐνδιάασκε Θεόκρ. 22. 44· μεταφ., ὄμμασιν ἐλπὶς ἐνδιάει Ἀνθ. Π. 5. 270· ἐνδ. ἐς... αὐτόθι 4. 4: ― ἀπολ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀκτῖνες ἐνδιάονται Ὁμ. Ὕμν. 32. 6· πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. 79. II. μεταβ., μυρία δ’ ἀμ πεδίον... ἐνδιάασκον ποιμένες ἔκκριτα μᾶλα, ἀναρίθμητα δὲ πρόβατα ἤλαυνον εἰς μέρη σκιερὰ οἱ ποιμένες, ἢ κατ’ ἄλλους, ἦγον εἰς τὸ πεδίον πρὸς βόσκησιν, Θεόκρ. 16. 38.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. intr. 1 habiter ou vivre en plein air, au grand jour, dans, τινι;
2 briller dans;
II. tr. faire paître à ciel ouvert;
Moy. ἐνδιάομαι-ῶμαι briller dans (le ciel).
Étymologie: ἔνδιος.