ἐμψυχόω
From LSJ
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
English (LSJ)
A animate, ἐνεψύχωσε δ' ὁ γλύπτας τὸν λίθον AP9.774 (Glauc.):—Pass., Gp.15.2.28, Porph. Gaur.tit.
German (Pape)
[Seite 821] beseelen, λίθον Glauc. 3 (IX, 774).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμψῡχόω: (ἔμψυχος Ι) δίδω ψυχήν, ζωήν, καθιστῶ τι ὡς ἔμψυχον, ἐνεψύχωσε δ’ ὁ γλύπτας τὸν λίθον Ἀνθ. Π. 9. 774.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
animer.
Étymologie: ἔμψυχος.