φιλύρινος
English (LSJ)
η, ον,
A of lime wood, σανίς Hp.Art.47, cf. Ostr.Bodl.iii 267 (i A. D.), D.C.67.15, Heliod. (Leonid.Sch.) ap.Orib.44.20.74; light as lime wood, of Cinesias, Ar.Av.1377, cf. Sch.adloc.; but Ath.12.551d thinks it means that he wore stays of lime wood.
German (Pape)
[Seite 1289] von der Linde, von Lindenholz, Lindenbast, leicht wie Lindenholz, Ar. Av. 1378, vgl. Ath. XII, 551.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλύρῐνος: [ῠ], -η, -ον, ὁ ἐκ φιλύρας, «ἀπὸ φλαμοῦρι», σανὶς Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813· κοῦφος, ἐλαφρὸς ὡς ξύλον ἐκ φιλύρας, ἐπὶ τοῦ Κινησίου, «ὡς εὐτελῆ καὶ κοῦφα ποιοῦντα, τοιοῦτον γὰρ τὸ ξύλον, κοῦφον καὶ ἐλαφρόν» Σχόλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1377, Εὐφρόνιος παρὰ τῷ Σχολ.· ἀλλ’ ὁ Ἀθήναιος λέγει 551D «διὰ τὸ φιλύρας τοῦ ξύλου λαμβάνοντα σανίδα συμπεριζώννυσθαι, ἵνα μὴ κάμπτηται διά τε τὸ μῆκος καὶ τὴν ἰσχνότητα».
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 de tilleul;
2 léger ou mince comme l’écorce du tilleul.
Étymologie: φιλύρα.