μικρόνοια
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
Greek (Liddell-Scott)
μικρόνοια: ἡ, μικρὸς νοῦς, Κινναμ. σ. 100Β.
Greek Monolingual
η (Μ μικρόνοια)
1. στενοκεφαλιά
2. διανοητική καθυστέρηση ή ανεπάρκεια η οποία χαρακτηρίζεται από ελλιπή κρίση, νωθρότητα σκέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -νοια (< -νους)].