βασκαντικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A envious, φθονητικὴ καὶ β. ἕξις Plu.2.682d, cf. Phld.Vit.p.42J.
German (Pape)
[Seite 438] Plut. Symp. 5, 7, 5, behexend.
Greek (Liddell-Scott)
βασκαντικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, φθονερός, φιλοκατήγορος, Πλούτ. 2.682D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui jette un sort, envieux, méchant.
Étymologie: βασκαίνω.