ὀργανικός

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργᾰνικός Medium diacritics: ὀργανικός Low diacritics: οργανικός Capitals: ΟΡΓΑΝΙΚΟΣ
Transliteration A: organikós Transliteration B: organikos Transliteration C: organikos Beta Code: o)rganiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A serving as organs or instruments, instrumental, esp. of the several parts of the body, Arist.PA646b26: distd. from τὰ κινητικά, Id.GA742b10 ; τὰ ὀ. μέρη Id.EN1110a16, cf. PA661b29, GA739b14, al. ; αἱ ὀ. [ἀρεταί], of a slave, Id.Pol.1259b23 ; ὀ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαί Plu.2.718f; esp. of war-engines, ἡ ὀ. βία D.S.17.43 ; ὀ. κατασκευαί Onos.42.3 : metaph., ὁ ὀ. εἰς πλήθη λόγος speech which is brought to bear on the mob, Plu.Cat.Mi.4 ; of musicians, practical, opp. λογικοί (theoretical), Id.2.657e ; ἐποιεῖτο ἀκροάσεις λογικάς τε καὶ ὀ. Supp.Epigr.2.184.6 (Tanagra, ii B.C.) ; so of surgeons, τῶν ὀ. οἱ διασημότεροι PMed.Lond.155.2.13 ; ἡ ὀ. (sc. τέχνη) Plu.Marc.14 ; but ὀργανικός, = λογικός, logical, Elias in Porph.115.17. Adv. -κῶς by way of instruments, Arist.EN1099b28; -κώτερον making more use of instruments, Simp.in Cael.504.33 ; τὸ κινοῦν ὀ. Arist.de An.433b21.

German (Pape)

[Seite 368] von, mit Werkzeugen, organisch, μέρη, Arist. eth. 3, 1; auch adv. ὀργανικῶς, 1, 9, 7; Sp., wie Plut. Cat. min. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργᾰνικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ὡς ὄργανου, μάλιστα ἐπὶ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 1, 12· τὰ ὀργ. μέρη ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 3. 1, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.· αἱ ὀργ. ἀρεταί, ἐπὶ δούλου, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 13, 2· ὀργ. καὶ μηχανικαὶ κατασκευαὶ Πλούτ. 2. 718Ε· - ἰδίως ἐπὶ πολεμικῶν μηχανῶν, ἡ ὀργαν. βία Διόδ. 17. 43, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Νεώτ. 4· - ἐπὶ μουσικῆς, Πλούτ. 2. 657D. Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ μέσου ὀργάνων, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 7· τὸ κινοῦν ὀργ. ὀ αὐτ. π. Ψυχῆς 3. 10, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les instruments;
2 propre à servir d’instrument, qui agit comme un instrument : εἰς πλήθη PLUT sur les foules.
Étymologie: ὄργανον.