προτέρως

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek (Liddell-Scott)

προτέρως: Ἐπίρρ. τοῦ πρότερος, κατὰ τὸν πρότερον τρόπον, Βυζ.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. βλ. πρότερος.