ἀναγλυκαίνω

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A sweeten:—Pass., become sweet, Thphr.CP3.22.3.

German (Pape)

[Seite 183] versüßen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγλῠκαίνω: γλυκύνω: παθ., γίνομαι γλυκύς, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 3.

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι (πάλι) γλυκό, γλυκαίνω, ξαναγλυκαίνω
2. μέσ. γίνομαι (πάλι) γλυκός, γλυκαίνομαι, ξαναγλυκαίνομαι
3. (για ζύμη) γίνομαι νερουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + γλυκαίνω.