παρευκηλέω
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
A calm, soothe, E.HF99.
German (Pape)
[Seite 519] beruhigen, besänftigen, λόγοις, Eur. Herc. Fur. 99.
Greek (Liddell-Scott)
παρευκηλέω: καθησυχάζω, πραΰνω, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 99.
Greek Monotonic
παρευκηλέω: μέλ. -ήσω, καθησυχάζω, καταπραΰνω, σε Ευρ.