παρευκηλέω
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 519] beruhigen, besänftigen, λόγοις, Eur. Herc. Fur. 99.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ευκηλέω tot rust brengen:. π. λόγοις met woorden kalmeren Eur. HF 99.
Russian (Dvoretsky)
παρευκηλέω: успокаивать, унимать, утешать (λόγοις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
παρευκηλέω: καθησυχάζω, πραΰνω, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 99.
Greek Monotonic
παρευκηλέω: μέλ. -ήσω, καθησυχάζω, καταπραΰνω, σε Ευρ.