παρείσακτος
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
ον,
A introduced privily, Ep.Gal.2.4 : nickname of Ptolemy XI, Str. 17.1.8.
German (Pape)
[Seite 512] daneben eingeführt, eingeschlichen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρείσακτος: -ον, ὁ κρυφίως ἢ λαθραίως εἰσαχθείς, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4· οὐ ξένον ... οὐδὲ π. Γρηγ. Ναζ. (;)· ― ἐπώνυμον Πτολεμαίου τινός, ὁ Κόκκης καὶ Παρείσακτος ἐπικληθεὶς Πτολεμαῖος Στράβ. 794.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
introduit furtivement, intrus.
Étymologie: παρεισάγω.