ἐμμήνιος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ον,
A monthly: τὰ ἐ. the menses of women, Hp.Nat.Mul.7; ἐ. αἷμα γυναικῶν J.BJ4.8.4.
German (Pape)
[Seite 808] monatlich; τὰ ἐμμ., monatliche Reinigung der Frauen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμήνιος: -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων· τὰ ἐμμήνια, τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικῶν, Ἱππ. 565, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
menstrual γυναικῶν αἷμα I.BI 4.480
•medic., subst. τὰ ἐ. menstruación, menstruo ἐπὴν δὲ ἀπολήγῃ τὰ ἐμμήνια Hp.Mul.2.167, cf. 1.11, Gal.11.167, τῶν ἐμμηνίων κάθαρσις Gal.19.454, cf. Epiph.Const.Haer.21.4.1.