ζωοπλάστης
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Greek (Liddell-Scott)
ζωοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ δημιουργὸς, Φίλων 1. 184. ΙΙ. ὁ πλάττων εἰκόνας, γλύπτης, κτλ., αὐτόθι 2. 211.
Greek Monolingual
ζωοπλάστης, ό (Α)
1. δημιουργός
2. αυτός που πλάθει εικόνες, παραστάσεις γλυπτές με ζώα, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, χαλκο-πλάστης.