ζωοπλάστης

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek (Liddell-Scott)

ζωοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ δημιουργὸς, Φίλων 1. 184. ΙΙ. ὁ πλάττων εἰκόνας, γλύπτης, κτλ., αὐτόθι 2. 211.

Greek Monolingual

ζωοπλάστης, ό (Α)
1. δημιουργός
2. αυτός που πλάθει εικόνες, παραστάσεις γλυπτές με ζώα, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, χαλκο-πλάστης.