ὀρικτίτης

From LSJ
Revision as of 01:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source

German (Pape)

[Seite 378] ὁ, nur συὸς ὀρικτίτου, Pind. frg. 267, wofür Schol. Eur. Phoen. 687 Malth. richtiger ὀρεικτίτου steht; wahrscheinlich aber ist ὀρεικτίστης zu ändern.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρικτίτης: [ῐ], -ου, ὁ, (κτίζω) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, συχνάζων ἀνὰ τὰ ὄρη, ὑὸς ὀρικτίτου (διάφ. γραφ. ὀρεικτίτου), Πινδ. Ἀποσπ. 267.

Russian (Dvoretsky)

ὀρικτίτης: v. l. ὀρείκτιτος 2 (τῐ) обитающий в горах (σῦς Pind.).