βαπτέον
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek (Liddell-Scott)
βαπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βάψῃ, τρίχας Κλήμ. Ἀλ.291.
Spanish (DGE)
hay que teñir οὐκοῦν οὐδὲ β. τὰς τρίχας Clem.Al.Paed.3.11.63.