νυκτήγρετον
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
τό, Oriental plant, said to be luminous at night, Plin.HN21.62.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτήγρετον: τό, μυθώδης τις βοτάνη παρὰ Πλινίῳ 21. 57.
Greek Monolingual
νυκτήγρετον, τὸ (Α)
μυθικό φυτό της Ανατολής για το οποίο έλεγαν ότι έλαμπε κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + θ. ηγρε- του ἐγείρω (πρβλ. νυκτηγρετώ) με έκταση εν συνθέσει].