κλείδωμα

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλείδωμα Medium diacritics: κλείδωμα Low diacritics: κλείδωμα Capitals: ΚΛΕΙΔΩΜΑ
Transliteration A: kleídōma Transliteration B: kleidōma Transliteration C: kleidoma Beta Code: klei/dwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A fastening, Suid.s.v. κλείθροις:—also κλείδ-ωσις, εως, ἡ, Sch.Ar.Av.1159.

German (Pape)

[Seite 1447] τό, das Schloß, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλείδωμα: τό, Σουΐδ. κλείδωσις, εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ., ὡς καὶ νῦν τὸ κλειδώνειν.

Greek Monolingual

το (Α κλείδωμα) κλειδώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κλειδώνω, η ασφάλιση με κλειδί.