νήκερως

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source

German (Pape)

[Seite 251] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?).

Greek (Liddell-Scott)

νήκερως: -ων, (νη-) ἄνευ κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
sans cornes.
Étymologie: νη-, κέρας.