ἐπικουφισμός

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικουφισμός Medium diacritics: ἐπικουφισμός Low diacritics: επικουφισμός Capitals: ΕΠΙΚΟΥΦΙΣΜΟΣ
Transliteration A: epikouphismós Transliteration B: epikouphismos Transliteration C: epikoufismos Beta Code: e)pikoufismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A relief, IGRom.4.1523.9 (Sardes); τῆς ὀχλήσεως Sor.2.38.

German (Pape)

[Seite 952] ὁ, Erleichterung, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικουφισμός: ὁ, ἀνακούφισις, Κλήμ. Ἀλ. 880, Συλλ. Ἐπιγρ. 3461. 9.

Greek Monolingual

ἐπικουφισμός, ὁ (Α) επικουφίζω
1. ελάφρυνση, ανακούφιση
2. επιγρ. ανακούφιση από τη φτώχεια με υλική βοήθεια.