ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
Full diacritics: πολύυδρος | Medium diacritics: πολύυδρος | Low diacritics: πολύυδρος | Capitals: ΠΟΛΥΥΔΡΟΣ |
Transliteration A: polýydros | Transliteration B: polyydros | Transliteration C: polyydros | Beta Code: polu/udros |
ον,
A abounding in water, τόποι Pl.Lg. 761b.
πολύυδρος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον ὕδωρ, τόποι Πλάτ. Νόμ. 761Β.
-η, -ο / πολύυδρος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -υδρος (< ὕδωρ, -ατος), πρβλ. μελάν-υδρος].