πρόβροτος
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ὁ,
A former mortal, dub. in Epigr. ap. D.L.8.45.
German (Pape)
[Seite 713] ὁ, Einer, der vorher Mensch war, D. L. 8, 45 aus Heraclit.
Greek (Liddell-Scott)
πρόβροτος: ὁ, ὁ πρότερον θνητός, ἀμφίβ. γραφ. ἐν Ἐπιγράμμ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 45.
Greek Monolingual
ό, Α
άνθρωπος που προϋπήρξε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βροτός «θνητός»].