πιθανουργός
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
όν,
A making probable, τῶν ἀπιθάνων Sch.Hermog.in Rh.7.218 W.
German (Pape)
[Seite 613] wahrscheinlich machend, die Gabe zu überreden, zu gefallen habend (?).
Greek (Liddell-Scott)
πῐθᾰνουργός: -όν, ὁ ποιῶν τι πιθανόν, πιθανουργὸς τῶν ἀπιθάνων προβλημάτων Ρήτορες (Walz) 7. 218, 15.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που καθιστά κάτι πιθανό, πιστευτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθανός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ιερ-ουργός].