ὀστεουλκός

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

German (Pape)

[Seite 398] ὁ, eine Zange zum Herausziehen von Knochensplittern, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστεουλκός: ὁ, λαβὶς πρὸς ἐξαγωγὴν θραυσμάτων ὀστοῦ, Ἱππ. (;).

Greek Monolingual

ο (Α ὀστεουλκός)
λαβίδα για τη συγκράτηση και την εξαγωγή θραυσμάτων οστού, η οστεάγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. λιθ-ουλκός, ξιφ-ουλκός].