κιβωτοειδής
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
ές,
A like a chest, Hsch. s.v. θίβη.
German (Pape)
[Seite 1436] ές, kasten-, kistenähnlich, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κῑβωτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κιβώτιον, Ἡσύχ. ἐν λέξ. θίβη.
Greek Monolingual
κιβωτοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα κιβωτού, όμοιος με κιβώτιο ή κιβωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + -ειδής (< είδος)].