κιρράζω

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255

Greek (Liddell-Scott)

κιρράζω: γίνομαι κιτρινωπός, κιτρινίζω, Εὐστ. Πονημάτ. 309. 9.

Greek Monolingual

κιρράζω (Μ) κιρρός
γίνομαι κίτρινος, κιτρινίζω.