προικοδότης

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προικοδότης Medium diacritics: προικοδότης Low diacritics: προικοδότης Capitals: ΠΡΟΙΚΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: proikodótēs Transliteration B: proikodotēs Transliteration C: proikodotis Beta Code: proikodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ἐεδνωτής, Sch.DIl.13.382.

Greek (Liddell-Scott)

προικοδότης: -ου, ὁ, ὁ προικοδοτῶν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 382 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐεδνωτής.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
αυτός που δίνει προίκα, αυτός που προικοδοτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης.