μελλιχόφωνος
From LSJ
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
English (LSJ)
ον,
A softvoiced, Sapph. Oxy.1787 Fr.6.6 ( = Sapph. 129, where μειλιχο-codd.).
Greek (Liddell-Scott)
μελλιχόφωνος: -ον, ὁ μειλιχίως ἡδέως φωνῶν, Σαπφ. Ἀποσπάσ. 129.
Greek Monolingual
μελλιχόφωνος, -ον (Α)
(αιολ. τ.) βλ. μειλιχόφωνος.