νεκταρόβρυτος: -ον, ὁ βρύων νέκταρ, Ἰω. Εὐγενικ. Διακον. Cod. Par. 2075, fol. 595 r0.
νεκταρόβρυτος, -ον (Μ)αυτός που είναι γεμάτος νέκταρ.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -βρυτος (< βρύω «ξεχειλίζω, είμαι άφθονος»), πρβλ. ωκεανό-βρυτος χαριτό-βρυτος].