αἴκισμα
From LSJ
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
English (LSJ)
ατος, τό,
A outrage, torture, A.Pr.989, Lys.6.26:— in pl. -ίσματα νεκρῶν mutilated corpses, E.Ph.1529.
Greek (Liddell-Scott)
αἴκισμα: -ατος, τό, κάκωσις, βάσανος, Αἰσχύλ. Πρ. 989. Λυσ. 105, 29: - κατὰ πληθ., αἰκίσματα = πτώματα ἠκρωτηριασμένα, Εὐρ. Φοίν. 1529.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mauvais traitement, torture.
Étymologie: αἰκίζω.