Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
[Seite 1412] τό, äol. = ὄνομα.
ὤνομα: Αἰολ. ἀντὶ ὄνομα.
éol. c. ὄνομα.