μηχανορραφία

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνορρᾰφία: ἡ, δολιότης, τὸ ἐφευρίσκειν δόλους, ῥᾳδιουργία, Μανασσ. Χρον. 1298.

Greek Monolingual

η (Μ μηχανορραφία) μηχανορράφος
η εφεύρεση και χρησιμοποίηση δόλιων μέσων, ραδιουργία, σκευωρία.