εφεύρεση

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἐφεύρεσις, Α και ἐφεύρησις) εφευρίσκω
η επινόηση κάποιου νέου πράγματος («εφεύρεση της τυπογραφίας»)
νεοελλ.
το ίδιο το επινόημα, το δημιούργημα.