εφεύρεση

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἐφεύρεσις, Α και ἐφεύρησις) εφευρίσκω
η επινόηση κάποιου νέου πράγματος («εφεύρεση της τυπογραφίας»)
νεοελλ.
το ίδιο το επινόημα, το δημιούργημα.