ῥᾳδιουργία

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾳδιουργία Medium diacritics: ῥᾳδιουργία Low diacritics: ραδιουργία Capitals: ΡΑΔΙΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: rhāidiourgía Transliteration B: rhadiourgia Transliteration C: radiourgia Beta Code: r(a|diourgi/a

English (LSJ)

ἡ,
A self-indulgence, X.Cyr.1.6.34 (prob. the interpr. εὐκολία in Phot., Suid., etc., refers to this passage).
2 laziness, sloth, ib.7.5.74, Mem.2.1.20.
II knavery, PEnteux.30.11 (iii B.C.), Plb.12.9.5, 13.4.4; δόλος καὶ ῥ. Act.Ap.13.10, etc.; of historians, Plb.12.25E.2; fraud, Plu.Cat.Mi.16.

German (Pape)

[Seite 831] ἡ, 1) Leichtigkeit im Tun, Handeln, Xen. Cyr. 1, 6, 34, leichte Arbeit. – 2) Bequemlichkeit, Trägheit, Weichlichkeit, Xen. Cyr. 7, 5, 74; nach den VLL. = εὐκολία; Xen. Mem. 2, 1, 20 neben αἱ ἐκ τοῦ παραχρῆμα ἡδοναί; u. im Gegensatz von καλοκἀγαθία, Lac. 14, 4; Schlechtigkeit, Bosheit, Pol. 12, 10, 5; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 facilité à faire qch;
2 légèreté, insouciance, indolence ; mollesse ; fraude, tromperie;
NT: manque de scrupule, malice.
Étymologie: ῥᾳδιουργός.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾳδιουργία:
1 легкомыслие, беззаботность, беспечность, Xen.;
2 бессовестность, бесчестность Polyb., Plut., NT.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾳδιουργία: ἡ, εὐκολία ἐν τῷ πράττειν τι, εὐχέρεια, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 34· (πιθανῶς ἡ ἑρμηνεία εὐκολία παρὰ Σουΐδ., Φωτ., κλ., εἰς τοῦτο τὸ χωρίον ἀναφέρεται). ΙΙ. ὀκνηρία, ῥᾳθυμία, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 74· τὸ ἀπόνως πράττειν τι, αἱ ῥᾳδιουργίαι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: διά καρτερίας ἐπιμέλειαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 20· τὸ ἀκωλύτως καὶ εὐκόλως πράττειν τι, ῥᾳδιουργίας προσγενομένης Ξεν. Κύρ. 1. 6, 34· ἀπάτη, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 16.

English (Strong)

from the same as ῥᾳδιούργημα; recklessness, i.e. (by extension) malignity: mischief.

Greek Monolingual

η / ῥᾳδιουργία, ΝΜΑ ραδιουργός
η ενέργεια του ραδιούργου, ύπουλη και μυστική σκευωρία που γίνεται για να βλάψει κάποιον, μηχανορραφία, δολοπλοκία
αρχ.
1. ευκολία, ευχέρεια στο να κάνει κανείς κάτι
2. το να κάνει κανείς κάτι χωρίς κόπο ή χωρίς φροντίδα
3. νωθρότητα, οκνηρία
4. δόλος, απάτη.

Greek Monotonic

ῥᾳδιουργία: ἡ,
I. ευκολία στην πράξη, ευχέρεια εκτέλεσης, σε Ξεν.
II. 1. οκνηρία, τεμπελιά, νωθρότητα, ραθυμία, στον ίδ.
2. απερισκεψία, αποκοτιά, αψηφισιά, έλλειψη αρχών, κακία, κακοήθεια, παλιανθρωπιά, μοχθηρία, λαγνεία, ασέλγεια, στον ίδ.· απάτη, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ῥᾳδιουργία, ἡ,
I. ease in doing, facility, Xen.
II. easiness, laziness, sloth, Xen.
2. recklessness, want of principle, wickedness, lewdness, Xen.: fraud, Plut.

Chinese

原文音譯:?vdiourg⋯a 拉笛-烏而居阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:輕率的-工作
字義溯源:鹵莽,怠惰,狂妄,邪惡,奸惡;源自(ῥᾳδιούργημα)=輕率行為),由(Ῥαγαύ)X*=輕鬆)與(ἔργον)=行為)組成,而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)
同源字:1) (ἐργάζομαι)去行 2) (ῥᾳδιούργημα)輕率行為 3) (ῥᾳδιουργία)鹵莽
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 奸惡(1) 徒13:10

Translations

wickedness

Bulgarian: злоба, лошотия; Catalan: dolenteria, malícia; Finnish: pahuus; French: méchanceté, perversité; German: Bosheit; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐍅𐌰𐍅𐌴𐍃𐌴𐌹; Greek: μοχθηρία, κακία, αχρειότητα; Ancient Greek: ἀνοσιότης, ἀτασθαλία, ἀτασθαλίη, ἀτοπία, κάκη, κακία, κακοεργία, κακοεργίη, κακότης, κακοτροπία, κακουργία, μοχθηρία, πανουργία, πονηρία, ῥᾳδιουργία, τὸ κακόηθες, τὸ πανοῦργον, φαυλότης; Hebrew: רִשְׁעוּת‎; Irish: áibhirseoireacht, coireacht, colaí, díchúis, lochtaíl, mallaitheacht, urchóideacht; Italian: cattiveria; Lao: ຄວາມຊົ່ວ; Middle English: wikkednesse; Occitan: marridesa, aulesa, malícia, perversitat, malesa, malor, emmaliment, marridariá; Romagnol: cativēria; Romanian: răutate, perversitate, ticăloșie; Russian: злоба; Sanskrit: अधर्म, निकृति; Spanish: maldad, perversidad, perversión, malicia; Tocharian B: yolaiññe; Ukrainian: злочестивість

laziness

Arabic: كَسَل; Egyptian Arabic: كسل; Armenian: ծուլություն; Aromanian: leani; Assamese: এলাহ; Bashkir: ялҡаулыҡ; Belarusian: лянота, гультайства; Bikol Central: kahugakan; Bulgarian: мързел, безделие; Catalan: peresa, mandra, accídia; Cebuano: tapol, katapol; Chichewa: ulesi; Chinese Mandarin: 惰性, 懒惰; Chukchi: ӄытԓиӄыԓ; Czech: lenost; Danish: dovenskab; Dutch: luiheid; Estonian: laiskus; Ewe: kuviawɔwɔ; Faroese: leti; Finnish: laiskuus; French: paresse, flemme; Galician: galloufa, nugalla, taina, cuxota, mandría, apaxo, doquería, larchaneiría, lacazaneiría; German: Faulheit, Trägheit; Greek: τεμπελιά; Ancient Greek: ἀκηδία, ἀκηδίη, ἀκήδεια, ἀμεριμνία, ἀπονία, ἀργία, ἀτονία, ἀφιλεργία, βλακεία, ἐπισυρμός, νώθεια, νωχελία, νωχελίη, ὀκνηρία, ὀλιγοπονία, ῥᾳδιουργία, ῥαθυμία, ῥᾳθυμία, ῥᾳθυμίη, σχολαιότης, χαλιφροσύνη; Gujarati: આળસ or; Haitian Creole: parès; Hebrew: עצלות; Hungarian: lustaság; Icelandic: leti; Ilocano: sadut; Indonesian: kemalasan; Irish: drogall; Italian: pigrizia; Japanese: 無精; Khmer: ការខ្ជិល; Korean: 게으름; Latin: pigritia; Macedonian: мрза; Maori: māngeretanga; Navajo: iłhóyééʼ; Northern Mansi: сав; Old English: slǣwþ; Pangasinan: ngiras; Polish: lenistwo; Portuguese: preguiça; Quechua: qilla; Romanian: lene; Russian: лень; Scottish Gaelic: leisg; Slovak: lenivosť; Spanish: pereza, desidia, fiaca, flojera, desgana; Swahili: uzembe; Swedish: lättja, lathet; Tagalog: katamaran, kamaymayan; Telugu: సోమరితనము; Thai: ความขี้เกียจ; Tocharian B: ālasäññe; Turkish: tembellik; Ukrainian: лінощі, лінь; Umbundu: epepe; Vietnamese: sự lười biếng; Welsh: diogi