μειδίαμα

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειδίᾱμα Medium diacritics: μειδίαμα Low diacritics: μειδίαμα Capitals: ΜΕΙΔΙΑΜΑ
Transliteration A: meidíama Transliteration B: meidiama Transliteration C: meidiama Beta Code: meidi/ama

English (LSJ)

ατος, τό,

   A smile, smiling, Luc.Bis Acc.28: pl., Plu.Sull. 35, Corn.ND24:—also μειδί-ᾱσις, εως, ἡ, Poll.6.199, Porph.Abst.4.6:

German (Pape)

[Seite 115] τό, = μείδημα, Luc. bis accus. 28, Long. u. a. Sp.; im plur. Plut. Sull. 35.

Greek (Liddell-Scott)

μειδίᾱμα: τό, «χαμόγελο», Λουκ. Δὶς Κατηγ. 28, Πλουτ. Σύλλας 35· παρ’ Ἡσυχ. μειδίασμα· ― μειδίᾱσις, εως, ἡ, καὶ -ασμός, οῦ, ὁ, μειδίαμα, «χαμόγελο», Πολυδ. ϛʹ, 199· ― μειδιαστικός, ή, όν, ὁ ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ μειδιᾶν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 27.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
le sourire.
Étymologie: μειδιάω.