ἐπίχυμα

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχῠμα Medium diacritics: ἐπίχυμα Low diacritics: επίχυμα Capitals: ΕΠΙΧΥΜΑ
Transliteration A: epíchyma Transliteration B: epichyma Transliteration C: epichyma Beta Code: e)pi/xuma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐπιχέω) an eye-disease,

   A = ὑπόχυμα, Sch.rec.A. Pr.499, Phlp. in de An.350.33.    II extra amount of oil, PRyl.97.5 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1005] τό, Zuguß, Zufluß, Schol. Aesch. Prom. 499.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχῠμα: τό, (ἐπιχέω) ὑπόχυμα, ἀμαύρωσις τῶν ὀφθαλμῶν, Σχόλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 499 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ἐπάργεμα.

Greek Monolingual

το (AM ἐπίχυμα)
νεοελλ.
η βάπτιση με ραντισμό της Καθολικής Εκκλησίας (και όχι με κατάδυση στην κολυμπήθρα
αρχ.-μσν.
επίχυση, ασθένεια τών οφθαλμών που προκαλεί κακή, θαμπή όραση.