Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
βουκτᾰσία: ἡ, = βοοκτασία, Γρ. Ναζ. Ἐπιγρ. 217.
βουκτασία, η (Α)
βλ. βοοκτασία.