σοφισματώδης
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
ες,
A sophistical, Arist.Top.158a35, Procl.in Prm.p.954 S.
German (Pape)
[Seite 914] ες, einem σόφισμα ähnlich, Arist. top. 8, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σοφισμᾰτώδης: -ες, σοφιστικός, πλήρης σοφισμάτων, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 1.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σόφισμα, -ίσματος]
(για συλλογισμό) αυτός που έχει πολλά σοφίσματα, γεμάτος με σοφίσματα.