κατάκλυσμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A purge or clyster, Hp.Salubr.5.
German (Pape)
[Seite 1354] τό, das Klystier, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκλυσμα: τό, καθάρσιον ἢ κλύσμα, Ἱππ. 338. 27.
Greek Monolingual
κατάκλυσμα, τὸ (Α) κατακλύζω
το καθάρσιο ή το κλύσμα.