χορτόστρωμα

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορτόστρωμα Medium diacritics: χορτόστρωμα Low diacritics: χορτόστρωμα Capitals: ΧΟΡΤΟΣΤΡΩΜΑ
Transliteration A: chortóstrōma Transliteration B: chortostrōma Transliteration C: chortostroma Beta Code: xorto/strwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A litter of grass or hay, ibid.; χορτό-στρωτοι στιβάδες ib.

German (Pape)

[Seite 1367] τό, Streu von Gras, Heu, bes. für das Vieh, Philox. gloss.

Greek (Liddell-Scott)

χορτόστρωμα: τό, στρῶμα ἐκ χόρτου, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, ΜΑ
στρώμα από χόρτα, ιδίως για ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + στρῶμα (πρβλ. ὑπό-στρωμα)].