πλατύστερνος

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύστερνος Medium diacritics: πλατύστερνος Low diacritics: πλατύστερνος Capitals: ΠΛΑΤΥΣΤΕΡΝΟΣ
Transliteration A: platýsternos Transliteration B: platysternos Transliteration C: platysternos Beta Code: platu/sternos

English (LSJ)

ον,

   A broad-breasted, κύνες Gp.19.2.1: Sup., Ruf. Onom.74.

German (Pape)

[Seite 627] mit breiter Brust, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

πλατύστερνος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ στῆθος, κύνες Γεωπ. 19. 2, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατύστερνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πλατύ, ευρύ στέρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + στέρνον.