ἀραιώδης
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰρ], ες,
A loose of substance, porous, Gal.14.680.
Greek (Liddell-Scott)
ἀραιώδης: -ες, (εἶδος) χαλαρὸς τὴν σύστασιν, πορώδης, Γαλην. τ. 14. σ. 680. 11.
Spanish (DGE)
-ες
subst. τὸ ἀραιώδες constitución esponjosa o porosa τοῦ σώματος Gal.14.680.