παλίρρυτος
From LSJ
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
English (LSJ)
ον,
A = παλίρροος, π. αἷμα flowing in retribution, prob. for πολύρρυτον in S.El.1420(lyr.); π. παγαί, of honey, dub. in Philox.3.8 (μελιρρύτοισι Mein.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίρρῠτος: -ον, = παλίρροος· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον (ἀντὶ πολύρρυτον) κατ’ ἀνταπόδοσιν (πρβλ. ὑπεξαιτέω)· ἐν Φιλοξ. παρ’ Ἀθην. 643Β, - ὁ Meineke μελιρρύτοισι. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλίρρυτον. εἰς τοὐπίσω ἑλκόμενον».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(sang) versé par représailles.
Étymologie: πάλιν, ῥύομαι.