ὡμολογημένως
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
Adv. part. pf. Pass. of ὁμολογέω,
A confessedly, without contradiction, D.S.15.10, Poll.6.208, Phalar.Ep.119.3; cf. ὁμολογουμένως.
German (Pape)
[Seite 1411] adv. part. perf. pass. von ὁμολογέω, zugestanden, verabredetermaßen, ohne Widerrede, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὡμολογημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὁμολογέω, ὁμολογουμένως, ἄνευ ἀντιολογίας, Διόδ. 15. 10, Πολυδ. Ϛ´, 208, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ὁμ-).
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. ομολογουμένως («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων ὡμολογημένως ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὡμολογημένος του μέσου παρακμ. του ρ. ὁμολογῶ].