πεντώροφος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (ὄροφος)
A with five stories, D.H.Rh.1.3, D.S. 1.45, etc.
German (Pape)
[Seite 559] mit od. von fünf Decken od. Stockwerken, D. Hal. rhet. 1, 3, vgl. de C. V. p. 203 u. Lob. Phryn. 709.
Greek (Liddell-Scott)
πεντώροφος: -ον, (ὄροφος) ὁ ἐκ πέντε ὀροφῶν συνιστάμενος, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1.3, Διόδ. 1. 45, κτλ.· ― ὁ τύπος πεντόροφος εἶναι ἡμαρτημένος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
βλ. πενταώροφος.