σιτιστός
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
English (LSJ)
ή, όν,= σιτευτός, Ev.Matt.22.4, J.AJ8.2.4, Ath.14.656e.
German (Pape)
[Seite 885] adj. verb. von σιτίζω, genährt, gefüttert, gemästet, ὄρνιθες Ath. XIV, 656 e.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτιστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σιτίζω, = σιτευτός, Ἀθήν. 656Ε, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 4, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 2, 4.