προσοικειόω

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοικειόω Medium diacritics: προσοικειόω Low diacritics: προσοικειόω Capitals: ΠΡΟΣΟΙΚΕΙΟΩ
Transliteration A: prosoikeióō Transliteration B: prosoikeioō Transliteration C: prosoikeioo Beta Code: prosoikeio/w

English (LSJ)

   A assign to, Ἔφορος Κιμμερίοις προσοικειῶν τόπον Str.5.4.5.    2 associate with, προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ . . Plu.Ant.60.    3 adapt, Asp. in EN26.11.    II Pass., οἱ προσῳκειωμένοι near relations, D.S.3.9.    2 = οἰκειόω 11.1 b, Phld.D.3.2; πρὸς τὴν ἡδονήν Gal.4.819.    3 Astrol., to be associated in domicile with, Κρόνος -ωθεὶς τῇ Σελήνῃ Vett. Val.101.33.

German (Pape)

[Seite 774] verwandt, vertraut machen, med. sich Einen zum Freunde oder Vertrauten machen; οἱ προσῳκειωμένοι, die nächsten Anverwandten, D. Sic. u. a. Sp.; Plut. sagt Anton. 60 προσῳκείου δὲ ἑαυτὸν Ἡρακλεῖ κατὰ γένος καὶ Διονύσῳ κατὰ τὸν τοῦ βίου ζῆλον. – Uebh. sich Etwas zueignen, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προσοικειόω: ἀπονέμω τι εἴς τινα ὡς οἰκεῖον αὐτῷ, τινί τι Στράβ. 244· - προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ, παρίστανεν ἑαυτὸν οἰκεῖον πρός..., Πλουτ. Ἀντών. 60. ΙΙ. Παθ., οἰκειοῦμαι πρός τινα, τινι Κλήμ. Ἀλ. 488· οἱ προσῳκειωμένοι, οἱ πλησίον συγγενεῖς, Διόδ. 3. 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
apparenter : τινά τινι une personne à une autre.
Étymologie: πρός, οἰκειόω.