ὡρακίζω
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ὡρακιάω, faint, swoon away, EM823.33.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρᾱκίζω: μέλλ. -ίσω, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 481, Ἐτυμ Μέγ. 823. 33· ἴσως ἕνεκα ἡμαρτημένης ἀντιλήψεως ὅτι τὸ ὡρακιῶ (παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ἦτο μέλλων.