Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Menander, Monostichoi, 145German (Pape)
[Seite 241] ion. = νένηνται, von νέω, häufen.
Greek (Liddell-Scott)
νενέαται: Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. πρκμ. τοῦ νέω, ἐπισωρεύω.
Greek Monotonic
νενέαται: Ιων. αντί νένηνται, Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του νέω, σωρεύω.